- ἐπενδύσει
- ἐπενδύ̱σει , ἐπενδύνωput on overfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Экономика Греции — Экономические показатели Валюта 1 евро (=100 евроцентов) Фискальный год календарный год Международные организации ЕС, ВТО, ОЭСР, ОЧЭС Статистика ВВП … Википедия
αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
επένδυση — Διαδικασία, κατά την οποία μέρος του εισοδήματος χρησιμοποιείται για την παραγωγική δραστηριότητα. Η ε. διαφέρει από την αποταμίευση γιατί ενώ αυτή βασίζεται στην απλή αποχή από την κατανάλωση ενός καθορισμένου αγαθού, η ε. συνεπάγεται και την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κλάββας, Κώστας — (Πειραιάς 1934 –). Συνθέτης, πιανίστας, ενορχηστρωτής και διευθυντής ορχήστρας. Σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο και ξεκίνησε να ασχολείται επαγγελματικά με το πιάνο το 1954 και με τη σύνθεση τραγουδιών το 1959. Συνεργάστηκε με πολλούς δημιουργούς στο… … Dictionary of Greek
Λε, Φράνσις — (Francis Lai, Παρίσι 1932 – 2001). Γάλλος συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής. Αν και δραστηριοποιήθηκε μόνο στη μεγάλη οθόνη, υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ευρώπη για περισσότερες από τρεις δεκαετίες. Πολύ σύντομα εγκατέλειψε την πατρίδα του… … Dictionary of Greek
Λέμλε, Καρλ — (Carl Laemmle, Γερμανία 1867 – 1939). Γερμανός παραγωγός και ιδρυτής κινηματογραφικών εταιρειών, εβραϊκής καταγωγής. Ήταν το δέκατο από τα δεκατρία παιδιά μιας μεσοαστικής εβραϊκής οικογένειας. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χαρακτηριστικές… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek